Ένθετο τέχνης 106

Οι τοιχογραφίες του Λεωνίδα Ουσπένσκυ στον καθεδρικό των Τριών Ιεραρχών στο Παρίσι. Αισθητικό σχόλιο.

ένθετο τέχνης

Το 1958-59 ο Λεωνίδας Ουσπένσκυ αναλαμβάνει να εκτελέσει τοιχογραφίες για το τέμπλο του ναού των Τριών Ιεραρχών, του καθεδρικού ναού των Ρώσων εμιγκρέδων στο Παρίσι. Εργάζεται με την τεχνική του secco fresco και ζωγραφίζει 18 παραστάσεις που εικονίζουν τις μεγάλες εορτές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το έργο αυτό δικαίως θεωρείται από τα αριστουργήματα του Ρώσου εικονογράφου και θεωρητικού της ορθόδοξης εικονογραφίας.

Το έργο αναπνέοντας μέσα στην ρωσική στυλιστική εκδοχή της ορθόδοξης εικονογραφικής παράδοσης διαπνέεται από προσωπικό ύφος και δείχνει την ικανότητα του Ουσπένσκυ να μπορεί να προσαρμόσει τη σύνθεσή του σε συγκεκριμένα δεδομένα. Το όλο έργο διαθέτει μεγάλη ενότητα σε όλα τα επίπεδα (σχεδιαστικά και χρωματικά), γεγονός που αποδεικνύει τη μαστοριά και το χάρισμα του Ουσπένσκυ.

Όλες οι συνθέσεις, κατά τα ειωθότα στη ρώσικη παράδοση, απλώνονται πάνω σε υπόλευκο κάμπο, ο οποίος επεκτείνεται συχνά και στο δάπεδο, ενώ οι μορφές ανελίσσονται χρωματικά από πολύχρωμους προπλασμούς, οι οποίοι όμως έχουν μια γαιώδη, θερμή κατά κανόνα, διάθεση. Η αντίστιξη αυτή της γλυκιάς χρωματικής διάθεσης των μορφών προς το λευκό του κάμπου δίνει στο σύνολο μια χαρούμενη και πανηγυρική διάθεση, μια αναστάσιμη προοπτική και φυσικά παράγει ένα κλίμα που αγγίζει αυτό που ο ίδιος ο Ουσπένσκυ επεδίωκε ζωγραφίζοντας: να αποδώσει με εικαστικά μέσα τη μεταμορφωμένη εν Χριστώ πραγματικότητα.

Με ιδιαίτερη σοφία χρησιμοποιεί το χρώμα ως δομικό συστατικό της σύνθεσης ακολουθώντας πιστά τα διδάγματα των Βυζαντινών. Έτσι εργάζεται πάντα αντιστικτικά, αντιπαραβάλλοντας θερμά σε ψυχρά και σκούρα σε φωτεινά, φροντίζοντας μάλιστα με μαεστρία να κρατά χαμηλότονα τα λάμματα-φωτίσματα, αφού το έργο του, προβαλλόμενο στο λευκό κάμπο, δεν το χρειάζεται. Η χρωματικότητα των τοιχογραφιών του Ουσπένσκυ παράγει μια αληθινή μελωδία, η οποία βρίσκεται σε συμφωνία με το όλο κλίμα της λειτουργικής πραγματικότητας της ρωσικής εκκλησίας, η οποία είναι γενικώς χαμηλότονη, μελωδική και ήσυχη, χωρίς εξάρσεις και έντονη ρυθμικότητα όπως η αντίστοιχη ελληνική. Η συνειδητή αυτή επιλογή του Ουσπένσκυ αποδεικνύει τη ζωγραφική του μαεστρία αλλά και το εκκλησιαστικό του ήθος.

Από τις σκηνές που απεικονίζονται ξεχωρίζουμε, λόγω έλλειψης χώρου, για τις ιδιαίτερες εικαστικές-πνευματικές αρετές τους, τις εξής: α) την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, με κυρίαρχο στοιχείο την φιγούρα του πατριάρχη, ο οποίος απλώνει με έναν εξπρεσσιονιστικό τρόπο τα χέρια του να στερεώσει το Σταυρό και «συσταυρούται» και ο ίδιος, β) την Βάπτιση του Κυρίου, με το καταπληκτικό περίγραμμα των βουνών που, χωρίς να διασπά την ενότητα της σύνθεσης, χορεύει κυριολεκτικά, διαδηλώνοντας τη χαρά της κτίσης για τη Θεοφάνεια, γ) τη Βαϊοφόρο, με το θαυμάσιο εύρημα του σχεδιασμού της πόλης Ιερουσαλήμ, λόγω της στενότητας του χώρου, δ) τον υπέροχο Μυστικό Δείπνο, με την ακίνητη φιγούρα του Χριστού που κοιτάζει πέρα στο επερχόμενο πάθος, και την απίστευτη φιγούρα του Ιούδα, ο οποίος οριζοντιώνεται πάνω στο τραπέζι για να πλησιάσει να εμβαπτίσει το ψωμί του στο σκεύος.

Οι τοιχογραφίες του Ουσπένσκυ είναι έργο προσωπικό και γι' αυτό παραδοσιακό και αληθινά εκκλησιαστικό.

Γιώργος Κόρδης

Όλα τα ένθετα τέχνης: